- βυσσόν
- βυσσόςdepth of the seamasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βύσσον — βύσσος flax fem acc sg βύζω to be frequent aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
виссон — висс – вид ткани, др. русск. вусъ, вυсь (Срезн. III, Доп. 40). Заимств. из греч. βύσσον, βύσσος тонкий лен (Феокрит) восточного происхождения; см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 225; Гр. сл. эт. З, 44; Буазак 138 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
βύσσος — Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες.… … Dictionary of Greek